- παρεπίτροπος
- ο(νομ.) δεύτερος επίτροπος ανηλίκου, επιτηρητής τών πράξεων τού κυρίως επιτρόπου και αναπληρωτής του σε περίπτωση αντίθεσης μεταξύ επιτρόπου και επιτροπευόμενου ανηλίκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + επίτροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιονίους Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.